Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
Βελάσκεθ, Ντιέγκο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα ι- — (Diego Rodriguez da Silva y Velazquez, Σεβίλη 1599 – Μαδρίτη 1660). Ισπανός ζωγράφος. Ήταν παιδί ακόμα όταν άρχισε τη μαθητεία του στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο. Παρά τον όψιμο μανιερισμό του δασκάλου του, ο Β. ενδιαφέρθηκε περισσότερο για … Dictionary of Greek
Γκριμπογκέντoφ, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς — (Aleksandr Sergeyevich Gribogendov, Μόσχα 1795 – Τεχεράνη 1829). Ρώσος διπλωμάτης και δραματικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με την ποίηση και τη μετάφραση… … Dictionary of Greek
Δήλεσι — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 5 μ., 3.176 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θήβας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στην ακτή του νότιου Ευβοϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινοφύτων. Το Δ. έγινε γνωστό εξαιτίας της σφαγής τριών Άγγλων και ενός Ιταλού… … Dictionary of Greek
Κατρακάζης — Επώνυμο οικογένειας, η οποία καταγόταν από τη Μάνη και μετανάστευσε στη Ρωσία. Άκμασε κατά τον 18o και τον 19o αι. Είναι γνωστή και ως Κατρακάζυ ή Κατακάζη ή Κατακάζυ. 1. Γαβριήλ (1787 – 1868).Διπλωμάτης.Το 1818 υπηρέτησε ως υπάλληλος της ρωσικής … Dictionary of Greek
Κύρου, Αλέξης — (Αθήνα 1901 – 1966). Διπλωμάτης. Χρημάτισε υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη (1928 29) και πρόξενος στη Λευκωσία (1930 31). Ανακλήθηκε στην Αθήνα έπειτα από αίτηση των βρετανικών αρχών κατοχής της Κύπρου. Διετέλεσε ακόμα γραμματέας της πρεσβείας… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
ИКОНА — [греч. εἰκών], правосл. литургический образ. В широком понимании словом εἰκών обозначалось любое изображение, независимо от сюжета или вещества, из к рого оно создано (помимо εἰκών существовали др. обозначения И., передававшие различные оттенки… … Православная энциклопедия